- νεφώδης
- νεφώδηςcloudymasc/fem acc pl (attic epic doric)νεφώδηςcloudymasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)νεφώδηςcloudymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεφώδης — ες (ΑΜ νεφώδης, ῶδες) [νέφος] 1. όμοιος με νέφος, νεφοειδής 2. αυτός που προκαλεί συννεφιά, που φέρνει σύννεφα («διὰ τί ὁ νότος ὅταν μὲν ἐλάττων ἦ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης», Αριστοτ.) νεοελλ. καλυμμένος με νέφη, συννεφιασμένος αρχ.… … Dictionary of Greek
νεφώδει — νεφώδης cloudy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νεφώδης cloudy masc/fem/neut dat sg νεφώδεϊ , νεφώδης cloudy dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφῶδες — νεφώδης cloudy masc/fem voc sg νεφώδης cloudy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφώδεις — νεφώδης cloudy masc/fem acc pl νεφώδης cloudy masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφωδῶν — νεφώδης cloudy masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφώδους — νεφώδης cloudy masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek